- αφρός
- Η συνάθροιση μικροσκοπικών φυσαλίδων που σχηματίζονται στην επιφάνεια του νερού ή άλλων υγρών, εξαιτίας διαφόρων αιτιών. Είναι μία κολλοειδής αιώρηση ενός αερίου μέσα σε ένα υγρό.
Για να σχηματιστεί α. στην επιφάνεια του νερού, για παράδειγμα, χρειάζεται η παρουσία ουσιών που ονομάζονται επιφανειακά ενεργές. Αυτές έχουν την ιδιότητα, λόγω του ηλεκτρικού φορτίου που φέρουν, να δημιουργούν απωστικές δυνάμεις μεταξύ των μορίων, ώστε αυτά να τείνουν να καταλάβουν όσο το δυνατό μεγαλύτερο όγκο. Η στερεότητα των φυσαλίδων, αν και έχουν πολύ λεπτά τοιχώματα, οφείλεται στις επιφανειακές τάσεις που εξασκούνται μεταξύ των μορίων της ουσίας. Ουσίες που σχηματίζουν α. και χρησιμοποιούνται στο εμπόριο είναι τα λευκώματα, τα σαπούνια, οι θειικές ενώσεις λιπαρών αλκοολών κλπ.
Με απότομη στερεοποίηση διαφόρων αφρωδών ουσιών μπορούμε να παρασκευάσουμε αφρώδη στερεά. Τέτοια παραδείγματα είναι το ψωμί, ορισμένα γλυκίσματα, το αφρώδες ελαστικό γνωστό ως αφρολέξ κλπ. Υπάρχουν επίσης βιομηχανίες που ασχολούνται με τη μαζική παραγωγή αφρωδών στερεών, όπως ο αφρώδης βακελίτης, το αφρώδες τσιμέντο κ.ά., που χρησιμοποιούνται ως μονωτικά (ήχου, θερμότητας κλπ.).
* * *ο (AM ἀφρός)1. οι φυσαλλίδες που σχηματίζονται στην επιφάνεια των υγρών όταν αναταράσσονται ή βράζουν2. οι φυσαλλίδες του σάλιου που σχηματίζονται στο στόμανεοελλ.1. το πιο εκλεκτό μέρος κάποιου πράγματος2. κάτι πολύ ελαφρό, απαλό, εύθραυστοαρχ.αφρώδες αίμα, αίμα και αφρός μαζί.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη που συνδέει το αφρός με το αρμεν. p'tp'ur «αφρός», μολονότι δελεαστική, προσκρούει στη δυσκολία συσχετισμού του αρμεν. τ. με ανάλογες ινδοευρ. λέξεις. Εξάλλου η παλαιότερη σύνδεση με τα όμβρος, αρχ. ινδ. abhra- «σύννεφο» κ.λπ. δεν ισχύει λόγω της αποκλίνουσας σημασίας των ανωτέρω τύπων. Η λ. αφρός, ήδη ομηρική, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον αφρό της θάλασσας, του ποταμού, του κρασιού αλλά και τον αφρό στο στόμα ανθρώπων και ζώων. Επίσης η λ. αφρός δήλωνε και είδος του ψαριού αφύη*, ονομασία που κατά τον Ησύχιο οφειλόταν στο λευκό, όμοιο με τον αφρό, χρώμα του ψαριού αυτού.ΠΑΡ. αφρώδηςμσν.- νεοελλ.αφρισμός (νεοελλ. και άφρισμα).ΣΥΝΘ. άναφρος, αφρόγαλααρχ.δίαφρος, έπαφρος, ύπαφροςνεοελλ.αφροκοπώ, αφρολόγος, αφροξυλιά].
Dictionary of Greek. 2013.